καβαλιώτικος

καβαλιώτικος
-η, -ο
που ανήκει ή αναφέρεται στον Καβαλιώτη ή την Καβάλα: Καβαλιώτικη φιλοξενία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καβαλιώτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Καβάλα ή στους Καβαλιώτες. επίρρ... καβαλιώτικα κατά τον τρόπο τών Καβαλιωτών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”